-
1 ιππαζομαι
1) управлять лошадьми, править колесницей(ἀφραδέως ἱ. Hom.)
2) ездить верхом(τοξεύειν καὴ ἱ. Her.; τριακοσίους σταδίους Plut.)
3) объезжать (на лошади)(χώραν Plut.)
4) объезжать (лошадь)
1 ιππαζομαι
(ἀφραδέως ἱ. Hom.)
(τοξεύειν καὴ ἱ. Her.; τριακοσίους σταδίους Plut.)
(χώραν Plut.)